ὑπευθύνου

ὑπευθύνου
ὑπευθύ̱νου , ὑπεύθυνος
liable to give account for
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σηψαιμία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση λοιμώδους φύσης, που αφορά ολόκληρο τον οργανισμό εξαιτίας γενικευμένης εισβολής μικρόβιων. Η σ. οφείλεται ή σε εξαιρετική λοιμογόνα δύναμη του υπεύθυνου μικρόβιου ή, συχνότερα, σε μείωση των αμυντικών δυνατοτήτων… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρτουλάριος — ο, ΝΜΑ 1. (στο Βυζ.) το αξίωμα τού επικεφαλής τής υπηρεσίας εφοδιασμού και ιματιοθήκης τού στρατού και τού ναυτικού 2. (εκκλ,) (παλαιότερα) το αξίωμα τού υπευθύνου τού ληξιαρχείου επισκοπής νεοελλ. τίτλος τιμής που απονέμεται από τον οικουμενικό… …   Dictionary of Greek

  • άσθμα, βρογχικό — Παροξυσμική αντίδραση που εκδηλώνεται στο ύψος των αναπνευστικών οδών με στένωση του αυλού των βρογχιολίων λόγω σύσπασης των μυϊκών ινών τους, με οίδημα του βλεννογόνου και υπερέκκριση των αδένων, σε άτομα με ιδιοσυστατική προδιάθεση. Κλινικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”